Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

Το ημερολόγιο του Ευριπίδη Τσαούσογλου που γράφτηκε τις μέρες του ξεριζωμού και περιγράφει το πώς ο ίδιος βίωσε την καταστροφή της Σμύρνης.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

Τα δεινοπαθήματα αι κακουχίαι και το σύνολον των περιπετειών μου κατά την αναχώρηση μου εκ της καιγόμενης και αχώριστου Σμύρνης

Η ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ


Ήταν ημέρα Σάββατο και ώρα 11:00 πρωί της 27ης Αυγούστου όπου ενέπεσαν ως πειναλέος και αιμοχαρής λέων κατά της ωραίας και άτυχους Σμύρνης. Ημέρα βάσανων, διωγμών, ατιμώσεως, πυρπολήσεως, λεηλασίας, κλοπής, σφαγής, εξοντώσεως και ό,τι είδους φρικτά βασανιστήρια όπου επί Νέρωνος δεν είχαν πάθει οι Ρωμαίοι και όμως η 27η Αυγούστου ανέτειλε ζοφερά μαύρη και νεφώδης ημέρα βασανιστηρίων δια τους φιλήσυχους κατοίκους της Σμύρνης προπαντός Χριστιανούς και Αρμενίους. Οι λοιποί ελάχιστα υπέστησαν καθότι είχαν ξένες εθνικότητες .
Οι Οθωμανοί κάτοικοι Σμύρνης ενωθέντες με τους περιβόητους στρατιώτες του Κεμάλ διέτρεχον τις συνοικίες της πόλης τα χωριά και προάστια, έκαναν ζώνες εις τας οδούς και εισέβαλλον σχεδόν εις όλας τας οικίας και ελάμβαναν παρά αυτών διάφορα πολύτιμα κοσμήματα, χρήματα τάπητας και ό,τι πολύτιμον εντός της οικίας εύρισκον. Εις δε τους μη συμμορφωμένους εις τας διαταγάς των τους ανέμεναν άγρια μαρτύρια και τελικά ο θάνατος.
Εσήμανεν η ώρα 1:00 μ.μ. έκλεισα το κατάστημα μας και διευθύνθην εις την οικία του γαμπρού μου ευρισκομένη πλησίον του Αγίου Νικολάου. Αφού εκάθισα περίπου ημισείαν ώρα ηθέλησα να τους αποχαιρετίσω όπως κατευθυνθώ εις την οικία μας ευρισκομένη πλησίον του Αγίου Γεωργίου. Εκείνοι όμως μου ανέκοψαν την έξοδό μου και με ενεσυνεβούλευσαν όπως παραμείνω μέχρι της αύριον ίσως καλυτερεύσουν τα πράγματα και τέλος ησυχάσει το μαινόμενο θηρίο και εκτός αυτού επληροφορήθημεν ότι ο δρόμος ο οποίος έμελλε να περάσω δηλαδή η αρμενική συνοικία πρώτον ήτο κατάμεστος από Τούρκους πολίτες καταγίνοντο δε εις τον προαιώνιον πόθον δηλαδή ατιμώσεις, λεηλασίες κλοπάς και λοιπά. Δεύτερον εις διάφορα μέρη σφαγή τοιούτων θηριοδιών γενομένων ανεβλήθη η έξοδός μου.

28ηΑυγούστου,ημέρα,Κυριακή,1922 .

Ηγέρθημεν η ώρα 6:00 π.μ. βλέπομεν σχεδόν όλη η συνοικία ηρεμία και ησυχία βασιλεύει παντού και υποθέσαμεν ότι η κατάστασις εκαλυτέρευσεν και ίσως να ανοίγαμε τα καταστήματά μας αλλά δυστυχώς η τόσον ηρεμία έφερε θύελλα και τρικυμία. Ήτο σχεδόν η ώρα 8:00 π.μ. και παρατηρούμεν εκ του εσωτερικού από την οπήν της θύρας τρεις –τέσσερις τουρκοπολίτας οπλισμένους μέχρι οδόντων ανήλθον τας κλίμακας της αντικρυνής μας οικίας έκρουσαν την θύραν όπως ανοίξουσιν εις τους νοικοκυραίους. Απουσιάζοντος του ιδιοκτήτου έμενεν εν τη οικία η οικοδέσποινα και πλείστοι γνωστοί της πρόσφυγες. Οι ένοικοι φοβηθέντες την είσοδο των βαρβάρων και εννοήσαντες σχεδόν τον σκοπόν των παρέμειναν εις τας θέσεις των χωρίς καμία να πλησιάσει όπως τους ανοίξει. Τέλος η υπομονή των διελύθει και δια του υποκοπάνου έθραψαν την θύρα τον υαλοπίνακα και όλα τα εμπόδια της εισβολής και εισήλθον νικηταί. Φαντασθείτε την δεινή θέσιν των θυμάτων. Τα ονομάζω θύματα διότι ο νεκρός θα είχε περισσοτέραν όψιν παρά οι ένοικοι. Αφού πρώτον τους εξυλοκόπησαν ανηλεώς δια την μη εισακουσθήσα εγκαίρως άνοιξη της θύρας δεύτερον τους παρατήρησαν εάν φέρωσιν μεθ’ αυτών χρήματα. Εύρον δε επί ενός ποσό εκ 50 λιρών και του το αφήρεσαν. Ο δυστυχής φαντασθείτε τη συμφορά του. Ήτο η ολική περιουσία όπως θρέψει την οικογένειά του και τα 4 τέκνα του. Έπεσεν εις τους πόδας των και τους παρεκάλει όπως του επιστρέψωσιν μερικά εκ των χρημάτων του, όπως θρέψει τα τέκνα του, αλλά δεν του έδωσαν ούτε λεπτόν. Τον εξυλοκόπησαν εκ δευτέρου και τον εξύβρισαν δια του χυδαιοτέρου τρόπου λέγοντας εις αυτόν «κεμπέρ γκιαούρ» και αφού έλαβαν παρά της οικίας ό,τι πολύτιμα αντικείμενα εξήλθον ανενόχλητοι. Οι δικοί μας φόβοι και τρόμοι εδιπλασίαζοντο καθότι είμεθα πλησίον και ίσως μας επισκέπτοντο οι αλητήριοι. Ηναγκάσθημεν όλη η οικογένεια να διαπεραιωθώμεν εις ην οπίσθιαν οικία δια της κλίμακος εγκαταλείψαντες την οικίαν μας εις το ΄’έλεος του Θεού τουλάχιστον ίσως να μη μας εύρισκαν και μας εκακοποίουν. Ευτυχώς αν και η θύρα της οικίας μας ήτο εύθραυστος δε μας επεσκεύθησαν αλλά διευθύνθησαν εις την εκκλησία του Αγίου Νικολάου όπου ήτο κατάμεστος ο αυλόγυρος η σχολή και η εκκλησία προσφύγων εκ διαφόρων επαρχιών Αξαρίου, Μενεμένης Φιλαδελφείας και λοιπών. Αφού ανεστάτωσαν όλη την μάζα των προσφύγων εξυλοκόπησαν όλους κατά σειράν ήρπασαν και τα υπολείματα των περιουσιών των παρέλαβον και μερικούς κατηγορουμένους δήθεν ως κακούργους και εξηφανίσθησαν. Ήτο μια στιγμή λύπης και αγανακτήσεως και οδύνης. Τέλος πάντων αφού τους αφαιρέθησαν χρήματα και αντικείμενα τους απεχώριζαν τον προστάτη των τον αδελφόν τον πατέρα των και αποχωρισμός φρικτός αποχωρισμός δια παντός και ξέσπασαν οι δυστυχείς εις δάκρυα φωνάς αλαλαγμούς παραφροσύνης ολοφύροντο οι δυστυχείς μη γνωρίζοντες τι να πράξωσιν ποίον καημόν να σκεφθώσι την χρηματική περιουσία όπου τους αφηρέθη τα κοσμήματά των την αφαίρεση των πατέρων και αδελφών ή την πείνα των όπου έμενον επί τρεις ημέρας νήστις ούτω παρήλθε η Κυριακή της 28ης Αυγούστου.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 1922

Εις τας 8:00π.μ. ήλθε κάποια γνωστή μας γραία και μας εσυνεβούλευσεν να πάμε εις την προκυμαία εις το ξενοδοχείο Παλλάς ένθα ειργάζοντο αι θυγατέρες της και ότι ο κόσμος είχε καθησυχάσει πλείστα καταστήματα ήνοιξαν και ο κόσμος εκάθητο έξωθι των οικιών των . Αφού λοιπόν πρώτον διεσκορπίσαμεν εις διάφορα μέρη της οικίας όλη την μικράν περιουσίαν του γαμβρού μου και εξήλθομεν διευθυνόμενοι εις το ξενοδοχείον προ της θύρας της οικίας μας ήσαν εκτάδην φονευμένοι δύο άνδρες παρέκει έτερος και τέλος πάντων έως ότου φθάσωμεν εις το ξενοδοχείον είδομεν περί τους πεντήκοντα νεκρούς. Ευτυχώς ημείς εφθάσαμεν μέχρι του ξενοδοχείου ανενόχλητοι και άνευ εμποδίου τινός.

30 Αυγούστου 1922 ημέρα Τρίτη

Ούτω παρήλθε και η τρίτη ημέρα χωρίς να γνωρίζω τι περί της οικογένειάς μου. Επίσης παρήρχετο και η τετάρτη ημέρα αγωνιών και θλίψεών μου καθότι μέχρι μεσημβρίας δεν εγνώριζον ούτε είχον μάθει την τύχη των. Τέλος ήλθε η 1:00 μ.μ. και παρακάλεσα την γραία όπως ειδοποιήσει εις την οικία μας πού ευρίσκομαι και να πληροφορηθώ πώς τα πέρασαν. Δυστυχία μου όμως και τύχη κακή η γραία επέστρεψε εντός ολίγου άπρακτη χωρίς να ειδοποιήσει τους γονείς πού ευρίσκομαι και εγώ για εκείνους πώς τα πέρασαν. Της ανεβλήθη ο δρόμος διότι όταν έφθασαν εις την αγορά των μεγάλων ταβερνών ήτο εις το απροχώρητο αν και η οικία μας ήτο πλησίον.Επί της οδού έκειντο χιλιάδες πτώματα ανθρώπων. Η αγριότης και δυσωδία δεν επέτρεπον τη γραία εις την εκτέλεσιν του έργου της και ούτω παρέμεινεν δια την αύριο. Το απόγευμα αίφνης βλέπομεν από το παράθυρο του ξενοδοχείου έξωθι 5-6 στρατιώτας Τούρκους έστησαν μυδραλιοβόλα διευθυνόμενα κατά του ξενοδοχείου. Η απελπισία μας έφθασε εις το αμήν , ευτυχώς επληροφορήθημεν μετ’ ολίγον ότι εζήτουν κάποιο αρμένιο στρατηγό Τορκόμ ονομαζόμενον, μη ευρόντες αυτόν ανεχώρησαν και ούτω έφυγεν το βάρος από την καρδία μας. Μετ’ ολίγον ακούγομεν μουσικές αλαλαγμούς (γιασασίν και τα λοιπά). Κατόπιν της μουσικής επέρασαν περί τα πεντήκοντα πυροβόλα μεγάλης ολκής σημαιοστόλιστα και με κλάδους δένδρων. Μετ’ ολίγον βλέπομεν όμιλον Χριστιανών και Αρμενίων περίπου 200 δεμένων δια σχοινίων και οδηγουμένων υπό ενός στρατιώτου εφ’ όπλου λόγχης οι δε Τουρκοπολίται έπιπτον ως λέοντες κατά των δυστυχισμένων με λόγχας και ξύλα και λουριά τους εκτύπουν όπου και ήθελαν εις τας κεφαλάς και λοιπά μέρη του σώματος. Των πλείστων τα κρανία ήσαν σπασμένα ρέοντα άφθονο αίμα και τους επέβαλαν να ζητοκραυγάζωσιν υπέρ του Κεμάλ. Αλλίμονο εις τους μη κραυγάζοντας τους αποτελείωναν αυτοστιγμή. Αντίκρυ του ξενοδοχείου ήτο το εργοστάσιο οικοδομών κεράμων υαλοπινάκων κλπ του κ. Χομς ο οποίος είχε θυρωρόν Οθωμανόν μάλλον (σκυλάκι) καθότι με όλους τους στρατιώτες είχε σχετιστεί και του έφεραν διάφορα κλοπιμαία καρπέτες, υποδήματα, υφάσματα και λοιπά. Κατόπιν τους εσυνεβούλευσεν και τρόπον όπως εξοικονομήσουν χρήματα και οι μέθοδοι του βαρβάρου ήταν τρεις στρατιώτες και εις λοχίας (τσαούσης) καθώς είχαν φθάσει τα πράγματα ημπορούσε ένα Τουρκόπουλο να πάει συνοδεία δέκα δικούς μας και δια τούτο δεν θα ήτο δύσκολο εις αυτούς να φωνάξουν τους διαβάτας εντός της αποθήκης του καταστήματος, να τους έδερναν, τους έγδυναν τους έπαιρναν και τα χρήματα. Ποιος ήτο αυτός που θα τους ανέκοπτε το έργο τους; Όλοι εις αυτά ήσαν επιδομένοι και όπως τα έπραξαν ο λοχίας έμεινε στη θύρα και τρεις διεσκορπίσθησαν εις ενεύρεσιν λείας. Η πένα όπου γράφω τρέμει από την φρίκη μου συλλογιζόμενος τα δεινά και τα φριχτά βασανιστήρια όπου υπέστησαν εκατοντάδες Χριστιανών εκείνη την ημέρα. Δε θα υπάρξουν ούτε υπήρξαν ποτέ όσα έχομεν πάθει εκ των διωγμών και τις πυρπολήσεις της Σμύρνης. Αφού έβαλον 3-4 μέσα εις τον περίβολον του εργοστασίου εκάθηντο χαμαί τους διέταξαν και έβγαλον τα υποδήματά τους, τους έσχιζαν τα καπέλα των τους έπαιρναν τα χρήματα και κατόπιν τους έβαζαν ένα- ένα εις μία παράγκα και δια μαστιγίου τους εδεραν βαναύσως οι δήμιοι του Κεμάλ. Φαντασθείτε την ταλαιπωρία των υπολοίπων αναμενόντων την τύχη των πρώτων. Θα σας εκθέσω την βαρβαρότητα και την ανανδρία εν περιλήψει όπου έκαμαν επί ενός γέροντος πλέον των 60 ετών αφού πρώτον τον έδειραν μέχρι όπου εκουράστηκαν αι χείρες του επήραν το ρινόμακτρον εμπεριέχον έναν άρτον και μερικά σταφίλια του έδωσαν ένα κομματάκι από τον άρτον , ένα ψυχίον και δια βίας τον έσπρωξαν έξωθεν του κήπου και ο δυστυχής δια πατάγου έπεσεν επί του δρόμου κυλισόμενος εντός των αιμάτων έγινε ως βράχος παραμορφωμένος γογγύζων εκ των αλλεπαλλήλων τραυμάτων του. Το εσπέρας εγέμισαν δύο κάρα πτώματα, επί αυτών δε έρριψαν τα αιμοστάζοντα ενδύματά των . την δε νύχτα 10:00 μ.μ. της αυτής ημέρας εγένοντο πλείστα μη ορατά εκ του σκότους ,όμως διακρινόμενα εκ των ομογών κλαυθμών και γογγυσμών των δυστυχών ανθρώπων. Καθ’ όλη τη νύχτα δεν έκλεισον μάτι συλλογιζόμενος τα βασανιστήρια των δυστυχών θυμάτων.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 1922 .

Την πρωία της Τετάρτης επαρεκάλεσα την γραίαν όπως υπάγει εις την οικία τουλάχιστον όπως τους πληροφορήσει ότι ευρίσκομαι εν ζωή . Ευθύς η δυστυχισμένη, αψηφίσασα τον κίνδυνο που διέτρεχε, τέλος πάντων, μετά ημισείαν επανήλθε η γραία φέρουσα καλάς ειδήσεις, δηλαδή ότι η οικία ευρίσκετο εν ασυλία, είχον υψώσει γαλλικήν σημαίαν και κανείς δεν τους επλησίαζε, μόνο τρεις Οθωμανοί ψευδόμενοι ότι θα τους δώσομε νερό εισήλθον εις την οικία μας εξήγαγον τας λόγχας και άλλα πολεμικά είδη ζητούντες χρήματα ειδαλλέως θα τους έσφαζαν και δια του τρόπου αυτού τους αφήρεσαν αρκετά χρήματα. Ευτυχώς κανείς δεν έπαθε κάτι κακό και αυτό ήταν το κυριότερο. Επίσης μου έφερε τα ενδύματά μου εσωτερικά και εξωτερικά καθότι ευρισκόμουν με τα ενδύματα της εργασίας. Μετ’ ολίγον ήρθε η αδερφή μου και ο αδερφός μου. Ο αδελφός μου παρέμεινε μέχρι τις 2:00 μ.μ. κατόπιν ανεχώρησεν δια το σπίτι μας αφού άφησε την αδερφή μου διότι ο πατέρας μου έμενε εν τη οικία μας με πληθώρα προσφύγων . Εις τας 3:00μ.μ. εβγήκε η φήμη ότι πυρκαϊά εξερράγη εις την αρμενική συνοικία και τω όντι ανέβησαν μερικοί πελάτες του ξενοδοχείου κι εγώ μαζί εις τον ηλιακώνα και είδομεν πυρκαϊάν εις την αρμενικήν συνοκίαν υπερπηδούσες οι φλόγες μεγάλες διαστάσεις. Εντός ολίγου χρονικού διαστήματος η πυρκαϊά από την αρμενικήν συνοκοίαν έφθασεν εις την συνοικίαν της Αγίας Ευαγγελιστρίας. Αγίου Νικολάου, μεγάλων ταβερνών και ούτω εντός 24 ωρών εκάη η ωραιοτέρα και γραφικοτέρα πόλις της Ανατολής, η αλησμόνητος Ιωνία εντός μεγάλων φλογών και εκρήξεων χειροβομβίδων και τα τοιαύτα. Εις τας 6:00 μ.μ. εφύγαμεν με την αδελφήν μου διευθυνόμενοι δια την οικία της ευρισκομένη πλησίον της εκκλησίας Αγίου Νικολάου, όπως διασώσομεν τα διασκορπισθέντα εν τη οικία διάφορα χρήματα. Ευτυχώς εφθάσαμεν πριν πλησιάσει η πυρκαϊά δυστυχώς δεν ανεύρομεν όλη την περιουσίαν επήραμεν και μερικά ενδύματα πρώτης ανάγκης και αναχωρήσαμεν δια το ξενοδοχείον όπου κει εφθάσαμεν ευτυχώς χωρίς τινός εμποδίου. Μετ ολίγον έφθασεν η θεία μου με τον θείον μου ο πατέρας μου και ο αδελφός μου συναποκομίζοντες μερικά εσώρουχα. Κακή μας τύχη και δυστυχία η πυρκαιά εις τας 2 μ.μεσονύκτιον έφθασε πλησίον μας ανάγκη πάσα να εγκαταλείψωμεν προ πάντων η αδελφή μου όλα τα πολυτιμότερα κοσμήματα εσώρουχα κ.λ.π. καθ ότι η δυστυχισμένη είχε πέντε ανήλικα τέκνα από 10 ετών και μικρότερα. Τι να κοιτάξει τα παιδιά της την πυρκαιάν όπου επλησίαζεν τας σφαγάς όπου εγίνοντο έξω τον αποκλεισμόν όπου είχον οι τούρκοι. Αφού εμείναμεν πάντοτε μαζί προ του ξενοδοχείου περίπου μίαν ώραν μετά αι ζώνε διελύθησαν και άφηναν το πλήθος να διευθυνθεί προς το διοικητήριον ως την καραντίναν. Εκείνη η νύκτα της τετάρτης θα μείνει αλησμόνητη καθότι εμείναμεν ως τα ζώα όλο το πλήθος μία μάζα, ο ένας επί του άλλου άγρυπνοι και νήστις προ πάντως υποφέροντες εκ της δίψης και την επομένην επήγαμεν αντίκρυ των λουτρών της Εδέμ εις το καφενείον Κόρσο Επί 3 ημέρας εμείναμεν εντός αυτού. Ευτυχώς νερό είχεν το καφενείον αλλά έλειπεν ο επιούσιος γύριζα παντού ίσως ανεύρω ολίγον και κορέσωμε την πείναν αλλά ματαίως. Περί ώραν 8 διέβαινον έξωθεν του καφενείου βοδάμαξα διευθυνομένη υπό τούρκων στρατιωτών και επώλων γαλλέτας προς 25 γρ. την μία και επήρα 4 και ¼ δρ. τυρού και ούτω δόξα τον Πανάγαθον εκορέσαμεν την πείναν μας.
Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 1922

Επί οκτώ ημέρας περιπλανώμεθα ως όρνεα επί των πτωμάτων ψυχοραγούντων γραίων βραδυπορούντων και χωλών. Η θέσις ήτο απελπιστική αγρυπνία δίψα πείνα δυσωδίες αναθυμιάσεις των πτωμάτων κ.τ.λ. μας είχον κάνει όντα παράμορφα πότε διανυκτρερεύαμεν στο ύπαιθρον της παραλίας πότε εις τα λουτρά πότε εις το καφενείον και τελευταία στην οικία του κ. Σπαβέρα ευρισκομένην επί της προκυμαίας. Τέλος τόσων δεινών και φρικτών βασανιστηρίων λαχτάρων δυσωδιών περιπατώντας επί των πτωμάτων ο Μεγαλοδύναμος Θεός μας ελυπίθει και μετά 8 ημέρας των γεγονότων αφού πρώτον αποχωρήσθημεν δια του σκληροτέρου τρόπου και δακρύων των συγγενών μας επέβημεν ατμακάτου γαλλικής η οποία μας μετέφερε επί του νοσοκομειακού γαλλικού πλοίου ονομαζομένου Τρουβέλ. Ήτο αλησμόνητος ημέρα Τετάρτη της 7 Σεπτεμβρίου ημέρα σκληρά και σκοτεινή καθότι μας αποχώρησαν από την γεννέτηραν και κοσμοξακουσμένη μας Πατρίδα Σμύρνη. Έστρεψα τους οφθαλμούς μου δια τελευταίαν φοράν επί των ερειπίων και εισέτι καιομένης Ιωνίας άλλοτε ανθούσης συλλογιζόμενος καθ εαυτόν άραγε θα μας αξιώσει ο Παντοδύναμος Θεός να επανείδωμεν την αλησμόνητον πατρίδα μας. Το πλοίο ήτο αρκετά ευρύχωρο περιείχε πλέον των τριών χιλιάδων κόσμου. Τέλος μετά πλουν 5 ημερών της μιας ημέρας ο πλους ήτο κακοκαιρία του πληρώματος ευρισκομένου εν κακοί καταστάσει. Το φαγητόν μας ήτο άφθονον και προ πάντων ο οίνος τα λοιπά ήταν μαύρα. Μας έδιναν τακτικά και κρέας κονσέρβα. Ήταν ημέρα Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου και το πλοίο αγκυροβόλησεν εις τον πολεμικόν λιμένα της Γαλλικής Δημοκρατίας (Βιζέρτα). Έχει τράπεζας εργοστάσια ανθρακωρυχεία επαύλεις πλείστους ελαιώνας εμείναμεν επί του πλοίου μέχρι της Δευτέρας 12 Σεπτεμβρίου εις τας 10.30 επέβημεν επί ατμακάτου και μας μετέφεραν εις την ακτήν από εκεί επί της γεφύρας μας καταμέτρησαν και μας σχημάτισαν ένα σώμα (καραβάνι).
Τα τρόφιμα και τας αποσκεύας μας τα παρέλαβαν φορτηγά αυτοκίνητα και τα μετέφεραν εις τα μέρη όπου ηθέλαμεν καταυλισθεί. Εγώ ο δυστυχής δεν παρέδωσα το φορτίον μου φοβούμενος την απώλειάν του. Ήτο έν μικρό σακί της ζαχάρεως πλήρη παλαιών υφασμάτων όλων των μελών της οικογενείας μου. Το ονομάζω παλαιόν καθότι απουσιάζοντες η αδελφή μου ο πατήρ μου μη γνωρίζοντες που ευρίσκοντο ήνοιξαν τυχαίως ένα βαούλον και εξήγαγον τα τυχόντα Ως και ελάχιστα χρήματα λησμονήσας να βάλει και 20 ομολογίας των 300 εκατομμυρίων. Τέλος αυτή ήτο η κινητή και ακίνητος περιουσία μας. Μόνο δόξα τω Θεώ όπου δεν μας συνέβη κανένα δυστύχημα εις κανένα εξ ημών και με την δύναμη του Θεού εγκαταλείψαμε την πολυπαθούσαν πατρίδα μας σώοι και αβλαβείς. Τέλος μετά ολιγόωρο ανάπαυσιν μας ειδοποίησαν όπως εκενώσομεν μη γνωρίζοντες τι. Ακολουθήσαμε τους οδηγούς μας και μετά επίπονον πορείαν 2 ωρών αναβαίνοντας όλο υψώματα φθάσαμε εις ένα μέρος κατάφυτον ελαιώνων και εις παρακείμενο μέρος ευρίσκετο πάνιο (κλίβανος) μας διέταξαν όπως περάσωμεν όλοι του λουτρού τα δε ενδύματά μας εις τον κλίβανο όπως και εγένετο. Το απόγευμα ήτο η σειρά του θηλαίος πληθυσμού και εις τας 5 μ.μ. της 15 Σεπτεμβρίου ήλθε είδησης δι αποχώρηση. Μετά ¾ της ώρας πορεία εφθάσαμεν εις τα παραπήγματα γαλλικών στρατευμάτων τα οποία ήσαν κενά διότι τα χρησιμοποιούσαν μόνον για γυμνάσια εν καιρώ πολέμου. Εκεί έγινε νέα καταγραφή παρ ενός μεγάλου αξιωματικού και μας τοποθέτησαν εις κάθε παράπηγμα 30 άτομα αφού μας διένειμαν κουβέρτας και κρεβάτι εκστρατείας. Το μέρος ονομαζόταν ( η γη των απελπισμένων). Η τροφή μας παρεχωρείτο από μαγείρους του γαλλικού στρατού, με την επιτήρηση ενός αξιωματικού. Φαγητό τη πρώτη ημέρα ένα κιβώτιο σαρδέλες τας υπολοίπους πιλάφι σούπα πατάτες κρέας ψωμί όχι λευκό. Το κλίμα υγιέστατο, ακμάζει η κτηνοτροφία και οι λαχανόκηποι Το έδαφος ευφορότατο. Η ατμόσφαιρα παίρνει μια ώρα μεταβολή το βράδυ, βροχή αέρας θύελλα και την ημέρα χαρά Θεού. Η συγκοινωνία γίνεται μόνο με μόνιππα (αμάξια). Οι κάτοικοι γνωρίζουν την γαλλική είναι Άραβες. Εμείναμε μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου. Το πρωί μας ειδοποίησαν ότι όποιος θέλει να πάει για Σύρο. Είναι έτοιμο ένα πλοίο νοσοκομειακό της Γαλλικής Δημοκρατίας και πηγαίνει ατελώς. Ενεγράφημεν και εμείς εις τον κατάλογον και την επαύριον εις τας 5:00 π.μ. είμεθα έτοιμοι προς αναχώρηση. Εις τας 8:00 π.μ. είμεθα εις τας ακτάς της Βιζέρτας. Αν και επήγαν πολλοί, καθώς και ο αδελφός μου, και επισκέφθηκαν την πόλιν. Εγώ δυστυχώς δεν ευκαίρησα και έτσι έφυγον με πολλή λύπη. Τέλος πάντων των δυστυχιών μου ήλθε μια ατμάκατος , μας παρέλαβε τμηματικώς και μας επιβίβασε επί του πλοίου. Εις το πλοίον αυτό επεκράτη από άκρον εις άκρον μεγάλη καθαριότις και τάξις. Μας εχώρισαν από τας γυναίκας, μας παρεχώρησαν καθενός ιδιαιτέρα κλίνη και από μία κουβέρτα, φαγητά με γλυκίσματα, κρασί άφθονο. Τας εσπέρας βλέπαμε κινηματογράφον επί του καταστρώματος. Το ταξίδι ήτο απόλαυσις μόνον μία ημέρα ήτο μεγάλη τρικυμία αναγκασθέντος του πλοιάρχου να διατάξει την αναπέταξιν των ιστίων (πανιά) και τέλος τοιούτων ονείρων εφθάσαμεν εις την περιπόθητον και γλυκειά μας Σύρον πρώτη Ελληνική πόλη και βλέποντες Ελληνικήν σημαίαν (…) πωλούντες διάφορα αλίπαστα, τυριά και ταραμά κατόπιν ελθόντος του αδελφού μου εκ Θεσσαλονίκης εγκρίσει του πατρός μου εγκατεστάθη έναντι της πλατείας Μιαούλη αγορασθέντος ξύλινου παραπήγματος , ο δε έτερος έμεινε εις το πρώτον όπως και οι δύο μέχρι σήμερον. Εργαζόμεθα όχι δια απόκτηση περιουσίας, αλλά μόνον δια τα προς το ζην. Μέχρι αυτού του σημείου λήγει το ημερολόγιό μου αν και είναι εν ολίγοις γεγραμμένον εξηγεί πολλά των βασάνων, κακουχιών και περιπετειών και θλίψεων και οδύνης, μη γνωρίζοντες οποία τύχη μας περιμένει. Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
Αν και αι αλλεπάλληλαι καταστροφαί μας επροξένησαν και μας κατέστρεψαν ηθικώς και υλικώς, ένα μόνον μας παρηγορεί: η πλήρης υγεία όλων των συγγενών και μελών της οικογενείας μας.


Ευριπίδης Τσαούσογλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου