Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

 
 
Μικρασιάτικα Έθιμα Δωδεκαημέρου
 
 
Η ομιλία για τα μικρασιάτικα έθιμα του Δωδεκαημέρου που εκφωνήθηκε από την ταμία του συλλόγου μας, κ. Βασιλική Σαμανίου, κατά την εκδήλωση για την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του συλλόγου μας στις 12 Ιανουαρίου 2014 στην αίθουσα Ball Room του ξενοδοχείου Ερμής.

 

"Με την εκδήλωση της κοπής της πίτας που θα ακολουθήσει απόψε, θα προσπαθήσουμε να σας ταξιδέψουμε νοερά στις αλησμόνητες πατρίδες, στα ήθη και έθιμα, ακούγοντας κάλαντα μικρασιάτικα.



Εδώ λοιπόν ενωμένοι όλοι και αγαπημένοι για την Μ.Ασία που είναι φορτωμένη από ιστορία, καρπούς, γη μοναδική, πατρίδα των γονιών μας, των παππούδων μας... που πάντα θα κατοικεί στην καρδιά μας.



Το Δωδεκαήμερο στη Μ.Ασία είχε ξεχωριστή και πλούσια εθιμολογία και στις τρεις μεγάλες γιορτές του, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια. Αυτές τις μέρες συναντούσε κανείς έθιμα που είχαν σχέση με τον καινούργιο χρόνο και είχαν επίκεντρο και ζητούμενα την καλή υγεία και την πλούσια καρποφορία.



Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα, αξίζει να σημειωθεί πως οι Μικρασιάτες ονόμαζαν το ημερολόγιό τους “καλαντάρι”, όπου τα τραγουδούσαν λοιπόν στις πόρτες των σπιτιών με τουμπερλέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι είτε κρατώντας ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης που ήταν στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί, η λεγόμενη ειρεσιώνη, στο οποίο κρεμούσαν άσπρες και κόκκινες κλωστές ή ακόμα και εικόνα του Χριστού κρατούσαν. Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι, χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο έφτανε τα τρία μέτρα μήκους. Το κοντάρι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία, το κόστος κατασκευής του απαιτούσε μεγαλύτερο μπαξίσι. Οι νοικοκυρές τους πρόσφεραν παράδες, φρούτα, φοινίκια, κάστανα ή καρύδια και εκείνοι συνέχιζαν για να τα πουν στο επόμενο σπίτι. Τα κάλαντα περιείχαν ευχές για τον νοικοκύρη, την νοικοκυρά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.



Τραγούδι: Κάλαντα Προποντίδος – Χριστούγεννα Πρωτούγεννα.



Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή “Και εις έτη πολλά και του χρόνου να'στε καλά”



Στα σπίτια τους μέρες πρίν από τα Χριστούγεννα, άρχιζαν οι μπουγάδες και τα ασπρίσματα. Στόλιζαν συνήθως καραβάκια. Χριστουγεννιάτικο δέντρο στόλιζαν κυρίως οι κάτοικοι του Πόντου χρησιμοποιώντας χρυσωμένες κουκουνάρες, χρυσές καραμέλες, μανταρίνια και βαμβάκι.



Εκείνες τις μέρες οι γυναίκες στη Σμύρνη μαζευόντουσαν 3-4 στο σπίτι όποιας ήθελε να ετοιμαστούν τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα, τότε όλες οι κοπιαστικές δουλείες είχαν συλλογικό χαρακτήρα. Αντάλλασσαν φαγιάντσες, μπακίρια, ταβάδες, ζάχαρη, πετιμέζι, μέλι, καρύδια, κάστανα, αμύγδαλα, σταφίδες και όλες παρέα έφτιαχναν σαραγλί, μπακλαβάδες, φοινίκια όπου συμβόλιζαν τον σπαργανωμένο Χριστό, σεκέρ λουκούμια οι κουραμπιέδες δηλαδή, κανταΐφια, λουκουμάδες και κατιμέρια που ήταν ένα είδος τυρόπιτας.



Τέλος μετέφεραν στους μαχαλάδες στους φούρνους τις λαμαρίνες κυρίως με τα χρυσαφένια φοινίκια και τις βασιλόπιτες για να τα ψήσουν.



Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα με άσπρα τραπεζομάντιλα και είχαν πάνω ό,τι φανταστεί ο νους σας, Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε από όλα στους φτωχούς.



Για την ημέρα των Χριστουγέννων τα φαγητά ήταν ψητό γουρουνόπουλο με χυμό από νεράντζι, σέλινο με κρέας, τουρσιά, σαρμάδες, ο ντολμάς του Αη Βασίλη που ήταν ένα ολόκληρο αρνί (ή μόνο τα δύο πλευρά του) γεμιστό με ρύζι ή πλιγούρι, κρεμμύδια, φουντούκια, καρυδόψιχα, σταφίδες, και μπαχαρικά. Το ρύζι και οι ξηροί καρποί συμβόλιζαν την προσδοκία για αφθονία. Τέλος έκαναν και τα χριστόψωμα όπου άλλες τα τύλιγαν σε κουλούρα και άλλες με το ίδιο ζυμάρι έκαναν ένα σταυρό και τον έβαζαν από πάνω με σουσαμάκι.



Παρομοίως, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Σμύρνη, ετοιμαζόταν το γιορτινό τραπέζι για όλη την οικογένεια αποβραδίς, το τζάκι ήταν αναμμένο μέχρι το πρωί βάζοντας ξυλαράκια ώστε να πάει Άγιος Βασίλης να περάσει και ο Χριστός να φάνε και να ζεσταθούν.



Τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονιές και έλεγαν τα κάλαντα.



Τραγούδι: Κάλαντα Καππαδοκίας – Ερουρέμ.



Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς. Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαινε στην λειτουργία. Ο πατέρας έπαιρνε ένα ρόδι στην τσέπη του να αγιαστεί. Μόλις επέστρεφαν σπίτι, έσπαζε το ρόδι πίσω από την πόρτα λέγοντας “καλημέρα εις έτη πολλά”. Το ρόδι έπρεπε να είναι γερό και τα σπυριά του τραγανά, γιατί αν ήταν σάπιο κάτι κακό θα τύχαινε. Στη Σμύρνη χτυπάγανε με δύναμη το ρόδι να σκορπιστεί. Έκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: “ Σίδερο πανω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα, σίδερο η μέση μου, σίδερο η κεφαλή μου”.

Ο νοικοκύρης έκανε τον σταυρό του, έμπαιναν στο σπίτι και συνέχιζαν με την κοπή της βασιλόπιτας, αφού την σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές την έκοβε σε κομμάτια, το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αη Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού, τα υπόλοιπα κομμάτια ήταν όσα και τα μέλη της οικογένειας.



Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το φλουρί της βασιλόπιτας με το οποίο δοκίμαζαν την τύχη τους. Σε όποιον έπεφτε το φλουρί, αυτός θα ήταν ο τυχερός και ευνοούμενος της νέας χρονιάς. Κομμάτια της βασιλόπιτας οι νοικοκυρές άφηναν μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και φτωχούς. Μετά επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες , με το νερό της βρύσης για να τρέχουν τα “αγαθά” στα σπίτια τους.



Αξίζει να σημειωθεί πως για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι οι νοικοκυρές ετοίμαζαν συνήθως κόκκορα κοκκινιστό στην κατσαρόλα, κεμπάμπ με ρύζι και γενικά φαγητά με ρύζι, για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος.



Η τρίτη και τελευταία γιορτή του δωδεκαημέρου είναι τα Θεοφάνεια όπου λέγεται επίσης και Επιφάνεια και Φώτα, μεγάλη γιορτή του Χριστιανισμού, σε ανάμνηση της βάφτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή.



Ένα μικρασιάτικο έθιμο για τα Θεοφάνεια είναι και το έθιμο Σάγια, το οποίο στα βάθη των αιώνων χάνεται. Το έθιμο ήταν διαδεδομένο στους ορθοδόξους πληθυσμούς όλων των χωριών της Καππαδοκίας, κυρίως στο Γκέλβερι, μια από τις μεγαλύτερες χριστιανικές κοινότητες.



Παραμονή των Θεοφανείων, 5 Ιανουαρίου, πρωί- πρωί με το ξημέρωμα πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν το μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με το μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επομένη ημέρα των Θεοφανείων. Έπιναν αγιασμό κι έφερναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους, τα χωράφια και τα αμπέλια. Μέσα σε φιάλες σφραγισμένες διατηρούσαν αγιασμό στο εικονοστάσι του σπιτιού ως τον άλλο χρόνο. Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα, μάζευαν δώρα, τα οποία και έτρωγαν την επομένη ημέρα σε κοινό γεύμα κι όσα περίσσευαν τα πουλούσαν για να αγοράσουν σχολικά είδη. Με τα χρήματα κάποιες ομάδες παιδιών συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε “Σάγια”. Διάλεγαν μια μεγάλη κυλότα μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ' έξω. Μ' ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βώλους και κουδουνάκια προσδεμένη σε αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα πήγαιναν στα ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: “Ήρθε η Σάγια, την άκουσες;”.



Ήταν ημέρα νηστείας η παραμονή των Θεοφανείων. Τα συνηθισμένα νηστίσιμα φαγητά τους ήταν φακές, φασόλια, τουρσί, κομπόστες από σταφίδες, δαμάσκηνα ή βερύκοκα. Την ίδια μέρα ζύμωναν πίτες των Θεοφανείων στα σπίτια τους.



Με επισημότητα και με τη συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδας ημέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας. Τη φωτιά αυτή έλεγαν “Κελεμέν” ή “Φώτων”. Από νωρίς οι νέοι κουβαλούσαν κληματόβεργες κι άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω απ' τον σωρό και ο παπάς ρωτούσε “ποιός θέλει να ανάψει τη φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία;” .



Πρόσφερε ο καθένας ό,τι μπορούσε, π.χ. ένα σοινίκι αλεύρι, που ήταν έξι οκάδες, ή ένα πατμάν σπορέλαιο ή ό,τι άλλο είχε και τελευταία εκείνος που θα έταζε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει τη φωτιά. Έκανε το σταυρό του, έλεγε “Κύριε Ημών Ιησού Χριστέ” κι έδινε φωτιά σε προσάναμμα από ξερά φύλλα. Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και οι άνθρωποι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας.΄Ολοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε ανατολικά ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρεφόταν προς τη Δύση, το Βορρά ή το Νότο, μόνο τα σπίτια του χωριού που ήταν σε εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή.



Όταν χαμήλωνε η λαμπάδα τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές, λέγοντας “Κύριε Ημών Ιησού Χριστέ”. Μερικοί έπαιρναν από τη φωτιά μισοκαμμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για γούρι. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν τη στάχτη και τη σώρευαν πίσω απ' το ιερό της εκκλησίας.



Τη μεγάλη ημέρα των Φώτων, τα Ολόφωτα ή Λόφωτα των Μικρασιατών που τα ξεχώριζαν έτσι από την πρωτάγιαση της παραμονής. Εκείνη την ημέρα λοιπόν είχαμε το ρίξιμο του ξυλοκεντημένου ειδικού και πολύτιμου σταυρού όπου ήταν πανηγύρι πραγματικού φωτός. Έψαλλαν στο θαλάσσιο ύπαιθρο το τροπάριο “εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...” όπου εκείνη τη στιγμή όλοι οι αγωνιστές πετούσαν τα παλτά τους, βουτούσαν στα κύματα, ο νικητής σκαρφάλωνε, έδινε το σταυρό στον παπά κι αντάλλασσαν ευχές, υπό τον ήχο από τις καμπάνες.



Όλα αυτά τα έθιμα που διατηρούμε μέχρι και σήμερα έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης. Τα διατηρούμε για την αισιοδοξία που εμπνέει η ανάμνηση, κάποιοι από τη γωνία της αναπαράστασης, άλλοι γιατί είναι νοσταλγοί του παρελθόντος. Οι περισσότεροι όμως, για να μη χαθεί η παράδοσή μας, μια έννοια πολύ δυνατή.



Παράδοση θα μπορούσε να είναι το μελλοντικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού, τα κάλαντα, τα έθιμα, οι χοροί και οι σκοποί που μας συντροφεύουν σε κάθε χαρά. Οι ενδυμασίες, τα παιχνίδια κι όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας.



Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε στον στις επόμενες γενιές. Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα, μιας και με την αναβίωση και αναπαράσταση όλων αυτών των εθίμων και λειτουργούν και “θεραπευτικά” στο τραύμα του ξεριζωμού.



Έτσι οι πατρίδες δεν πεθαίνουν, ούτε είναι δυνατόν να χαθούν απ' τις καρδιές μας. Όσο ανήκουμε εμείς σ' αυτές τις πατρίδες, τόσο κι αυτές οι πατρίδες ανήκουν σε εμάς. Δεν μπορούμε να σβήσουμε την ιστορία μας, τις παραδόσεις μας και το μαρτυρολόγιό μας. Μόνο να προσθέσουμε ψηφίδες στην προσπάθειά μας να συνθέσουμε το ψηφιδωτό της αγάπης προς τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής.



Και εις έτη πολλά και του χρόνου να 'στε καλά!"


Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη γενιά Μικρασιατών στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας.
 
1η γενιά: Παντελής Τεκέλογλου
2η γενιά: Χρήστος Τσαούσογλου
3η γενιά: Βασιλική Σαμανίου
Κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας
12 Ιανουαρίου 2014, ξενοδοχείο Ερμής

















 
 
Στο κάτωθι λινκ από την ιστοσελίδα του "Κυκλάδες24" θα βρείτε επιπλέον φωτογραφίες και βίντεο από την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας μας.